εμμηνόρροια
Смотреть что такое "εμμηνόρροια" в других словарях:
εμμηνόρροια — η η εμμηνορρυσία … Dictionary of Greek
εμμηνόρροια — η (ιατρ.), η περιοδική κάθε μήνα αποβολή του βλεννογόνου της μήτρας, που συνοδεύεται από ροή αίματος διαμέσου του κόλπου, εμμηνορρυσία, τα έμμηνα, η περίοδος, τα ρούχα, η τάξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προεμμηνορροϊκός — ή, ό, Ν ιατρ. 1. αυτός που εκδηλώνεται πριν από την εμμηνόρροια 2. φρ. «προεμμηνορροϊκό σύνδρομο» σύνολο τών παθολογικών εκδηλώσεων που εμφανίζονται στη γυναίκα πριν από την εμμηνόρροια και που μεταξύ άλλων συνίστανται σε επώδυνη τάση τών μαστών … Dictionary of Greek
έμμηνα — τα 1. η εμμηνόρροια (βλ. λ.). 2. οι ουσίες που αποβάλλονται με την εμμηνόρροια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αμηνολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν φέρει χρονολογική ένδειξη ως προς τον μήνα 2. ο δίχως χρονολογία, αχρονολόγητος 3. (γυναίκα) με άτακτη εμμηνόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μηνολογώ*] … Dictionary of Greek
αποκάθημαι — ἀποκάθημαι (AM) 1. κάθομαι χωριστά, μακριά 2. παραμένω αργός, αδρανώ 3. (το θηλ. της μτχ. ως ουσ.) ἡ ἀποκαθημένη η γυναίκα που έχει εμμηνόρροια … Dictionary of Greek
καταρρήγνυμι — και καταρρηγνύω (Α) 1. καταρρίπτω, καταστρέφω («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», Ευρ.) 2. καταξεσκίζω, κατακομματιάζω («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» έσκισαν τα ιμάτια, Ηρόδ.) 3. επιφέρω ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς… … Dictionary of Greek
ολιγομηνόρροια — η ιατρ. η ελάττωση τής ποσότητας αλλά και τής συχνότητας τής εμμηνόρροιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oligomenorrhea < ολιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + εμμηνόρροια*] … Dictionary of Greek
εμμηναγωγός — ή, ό (ιατρ.), που προκαλεί, που διευκολύνει την εμμηνόρροια (βλ. λ.): Εμμηναγωγά φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμμηνορραγία — η (ιατρ.), η υπερβολική αύξηση ροής αίματος στην εμμηνόρροια (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)